- Κεκροπίδης
- Κεκροπίδης, ὁ (Α)1. στον πληθ. οἱ Κεκροπίδαιοι απόγονοι τού μυθικού βασιλιά τής Αθήνας Κέκροπος, οι Αθηναίοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κέκροψ, -οπός + κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κρον-ίδης, Ομηρ-ίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κεκροπίδης — Κέκροψ Cecropian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)